Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παθημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παθημέν
ος
η
παθημέν
η
το
παθημέν
ο
γενική
του
παθημέν
ου
της
παθημέν
ης
του
παθημέν
ου
αιτιατική
τον
παθημέν
ο
την
παθημέν
η
το
παθημέν
ο
κλητική
παθημέν
ε
παθημέν
η
παθημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παθημέν
οι
οι
παθημέν
ες
τα
παθημέν
α
γενική
των
παθημέν
ων
των
παθημέν
ων
των
παθημέν
ων
αιτιατική
τους
παθημέν
ους
τις
παθημέν
ες
τα
παθημέν
α
κλητική
παθημέν
οι
παθημέν
ες
παθημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παθημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
παθαίνω
Μετοχή
επεξεργασία
παθημένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
παθαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παθημένος