παγοθραυστικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παγοθραυστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παγοθραυστικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαγοθραυστικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία παγοθραυστικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπαγοθραυστικό
- αιτιατική ενικού του παγοθραυστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παγοθραυστικός