↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πάνσοφος η πάνσοφη το πάνσοφο
      γενική του πάνσοφου της πάνσοφης του πάνσοφου
    αιτιατική τον πάνσοφο την πάνσοφη το πάνσοφο
     κλητική πάνσοφε πάνσοφη πάνσοφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πάνσοφοι οι πάνσοφες τα πάνσοφα
      γενική των πάνσοφων των πάνσοφων των πάνσοφων
    αιτιατική τους πάνσοφους τις πάνσοφες τα πάνσοφα
     κλητική πάνσοφοι πάνσοφες πάνσοφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πάνσοφος < παν- + σοφός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpan.so.fos/

  Επίθετο

επεξεργασία

πάνσοφος, -η, -ο

  • που κατέχει τη σοφία στον ύψιστο βαθμό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία