↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πάμφθηνος η πάμφθηνη το πάμφθηνο
      γενική του πάμφθηνου της πάμφθηνης του πάμφθηνου
    αιτιατική τον πάμφθηνο την πάμφθηνη το πάμφθηνο
     κλητική πάμφθηνε πάμφθηνη πάμφθηνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πάμφθηνοι οι πάμφθηνες τα πάμφθηνα
      γενική των πάμφθηνων των πάμφθηνων των πάμφθηνων
    αιτιατική τους πάμφθηνους τις πάμφθηνες τα πάμφθηνα
     κλητική πάμφθηνοι πάμφθηνες πάμφθηνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πάμφθηνος < παμ- (παν-) + φθηνός

  Επίθετο

επεξεργασία

πάμφθηνος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία