οψιμαθής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οψιμαθής | η | οψιμαθής | το | οψιμαθές |
γενική | του | οψιμαθούς* | της | οψιμαθούς | του | οψιμαθούς |
αιτιατική | τον | οψιμαθή | την | οψιμαθή | το | οψιμαθές |
κλητική | οψιμαθή(ς) | οψιμαθής | οψιμαθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οψιμαθείς | οι | οψιμαθείς | τα | οψιμαθή |
γενική | των | οψιμαθών | των | οψιμαθών | των | οψιμαθών |
αιτιατική | τους | οψιμαθείς | τις | οψιμαθείς | τα | οψιμαθή |
κλητική | οψιμαθείς | οψιμαθείς | οψιμαθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οψιμαθής < αρχαία ελληνική ὀψιμαθής < ὀψέ / ὄψι + μανθάνω
Επίθετο
επεξεργασίαοψιμαθής -ής -ές
- που μορφώθηκε αργά, σε προχωρημένη ηλικία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οψιμαθής
|