↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οψιμαθής η οψιμαθής το οψιμαθές
      γενική του οψιμαθούς* της οψιμαθούς του οψιμαθούς
    αιτιατική τον οψιμαθή την οψιμαθή το οψιμαθές
     κλητική οψιμαθή(ς) οψιμαθής οψιμαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οψιμαθείς οι οψιμαθείς τα οψιμαθή
      γενική των οψιμαθών των οψιμαθών των οψιμαθών
    αιτιατική τους οψιμαθείς τις οψιμαθείς τα οψιμαθή
     κλητική οψιμαθείς οψιμαθείς οψιμαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οψιμαθής < αρχαία ελληνική ὀψιμαθής < ὀψέ / ὄψι + μανθάνω

  Επίθετο

επεξεργασία

οψιμαθής -ής -ές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία