Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οψιμάθεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ὀψιμαθία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
οψιμάθει
α
οι
οψιμάθει
ες
γενική
της
οψιμάθει
ας
των
οψιμαθει
ών
αιτιατική
την
οψιμάθει
α
τις
οψιμάθει
ες
κλητική
οψιμάθει
α
οψιμάθει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οψιμάθεια
<
οψιμαθής
+
-εια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οψιμάθεια
θηλυκό
η
μάθηση
σε μεγάλη
ηλικία
Συγγενικά
επεξεργασία
οψιμαθής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οψιμάθεια
(
ελληνιστική κοινή
) :
ὀψιμαθία
αγγλικά
:
late-gotten
learning
(en)