οψίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οψίνη | οι | οψίνες |
γενική | της | οψίνης | των | οψινών |
αιτιατική | την | οψίνη | τις | οψίνες |
κλητική | οψίνη | οψίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οψίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική opsin < αρχαία ελληνική ὄψις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈpsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ψί‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοψίνη θηλυκό
Υπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Opsin στην αγγλική Βικιπαίδεια