Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μελανοψίνη οι μελανοψίνες
      γενική της μελανοψίνης των μελανοψινών
    αιτιατική τη μελανοψίνη τις μελανοψίνες
     κλητική μελανοψίνη μελανοψίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελανοψίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική melanopsin < αρχαία ελληνική μέλας + ὄψις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μελανοψίνη θηλυκό

Υπερώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία