μελανοψίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μελανοψίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική melanopsin < αρχαία ελληνική μέλας + ὄψις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμελανοψίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) φωτοευαίσθητη πρωτεΐνη στον αμφιβληστροειδή
- ※ Φωτοευαίσθητα οφθαλμικά κύτταρα δημιούργησαν Βρετανοί ερευνητές, ανοίγοντας νέους δρόμους που θα οδηγήσουν στη θεραπεία ορισμένων μορφών τύφλωσης. Ερευνητές του Imperial College του Λονδίνου και συνάδελφοί τους από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ μελέτησαν την πρωτεΐνη μελανοψίνη και διαπίστωσαν ότι η ενεργοποίησή της σε κύτταρα που δεν τη χρησιμοποιούν υπό φυσιολογικές συνθήκες, τα κατέστησε φωτοευαίσθητα. (www.kathimerini.gr, 01.02.2005)
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Melanopsin στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ροδοψίνη
- φωτοψίνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία μελανοψίνη