Δείτε επίσης: οχταώροφος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οχτάωρος η οχτάωρη το οχτάωρο
      γενική του οχτάωρου της οχτάωρης του οχτάωρου
    αιτιατική τον οχτάωρο την οχτάωρη το οχτάωρο
     κλητική οχτάωρε οχτάωρη οχτάωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οχτάωροι οι οχτάωρες τα οχτάωρα
      γενική των οχτάωρων των οχτάωρων των οχτάωρων
    αιτιατική τους οχτάωρους τις οχτάωρες τα οχτάωρα
     κλητική οχτάωροι οχτάωρες οχτάωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οχτάωρος < οχτά- + -ωρος

  Επίθετο

επεξεργασία

οχτάωρος, -η, -ο

  1. που διαρκεί οχτώ ώρες
  2. (ουσιαστικοποιημένο) οχτάωρο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία