οχτάωρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οχτάωρος | η | οχτάωρη | το | οχτάωρο |
γενική | του | οχτάωρου | της | οχτάωρης | του | οχτάωρου |
αιτιατική | τον | οχτάωρο | την | οχτάωρη | το | οχτάωρο |
κλητική | οχτάωρε | οχτάωρη | οχτάωρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οχτάωροι | οι | οχτάωρες | τα | οχτάωρα |
γενική | των | οχτάωρων | των | οχτάωρων | των | οχτάωρων |
αιτιατική | τους | οχτάωρους | τις | οχτάωρες | τα | οχτάωρα |
κλητική | οχτάωροι | οχτάωρες | οχτάωρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαοχτάωρος, -η, -ο
- που διαρκεί οχτώ ώρες
- (ουσιαστικοποιημένο) οχτάωρο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οχτάωρος
|