Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οχτάωρο, ουδέτερο του οχτάωρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οχτάωρο ουδέτερο

→ δείτε τη λέξη  οκτάωρο