πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οφιολάτρης οι οφιολάτρες
      γενική του οφιολάτρη των οφιολατρών
    αιτιατική τον οφιολάτρη τους οφιολάτρες
     κλητική οφιολάτρη οφιολάτρες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

οφιολάτρης αρσενικό (θηλυκό οφιολάτρις)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • «οφιολατρία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)