οφιολατρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οφιολατρία < οφιολάτρης + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοφιολατρία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις οφιολάτρης, όφις, φίδι και λατρεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία οφιολατρία