οφιολάτρις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οφιολάτρις | οι | οφιολάτριδες |
γενική | της | οφιολάτριδος (οφιολάτριδας) |
των | οφιολατρίδων (οφιολάτριδων) |
αιτιατική | την | οφιολάτριδα | τις | οφιολάτριδες |
κλητική | οφιολάτρι (οφιολάτρις) | οφιολάτριδες | ||
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική. | ||||
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οφιολάτρις < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀφιολάτρις, θηλυκό του ὀφιολάτρης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.fi.oˈla.tɾi.s/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐φι‐ο‐λά‐τρις
- ομόηχο: οφιολάτρης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοφιολάτρις θηλυκό
- (λόγιο) θηλυκό του οφιολάτρης
Πηγές
επεξεργασία- «οφιολατρία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)