Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οφειλετικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οφειλετικ
ός
η
οφειλετικ
ή
το
οφειλετικ
ό
γενική
του
οφειλετικ
ού
της
οφειλετικ
ής
του
οφειλετικ
ού
αιτιατική
τον
οφειλετικ
ό
την
οφειλετικ
ή
το
οφειλετικ
ό
κλητική
οφειλετικ
έ
οφειλετικ
ή
οφειλετικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οφειλετικ
οί
οι
οφειλετικ
ές
τα
οφειλετικ
ά
γενική
των
οφειλετικ
ών
των
οφειλετικ
ών
των
οφειλετικ
ών
αιτιατική
τους
οφειλετικ
ούς
τις
οφειλετικ
ές
τα
οφειλετικ
ά
κλητική
οφειλετικ
οί
οφειλετικ
ές
οφειλετικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οφειλετικός
<
οφειλέτης
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
οφειλετικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με
οφειλέτη
ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
οφειλέτης
και
οφείλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οφειλετικός