ουσάρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ουσάρος | οι | ουσάροι |
γενική | του | ουσάρου | των | ουσάρων |
αιτιατική | τον | ουσάρο | τους | ουσάρους |
κλητική | ουσάρε | ουσάροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουσάρος αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ουσάρος στη Βικιπαίδεια