Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουσάρος οι ουσάροι
      γενική του ουσάρου των ουσάρων
    αιτιατική τον ουσάρο τους ουσάρους
     κλητική ουσάρε ουσάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουσάρος < γερμανική Husar < ουγγρική huszár (ιππέας)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /uˈsa.ɾos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουσάρος αρσενικό

  1. (ιστορία) ιππέας του ουγγρικού στρατού
  2. στρατιώτης του ελαφρού ιππικού, σε ορισμένους στρατούς

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία