husaro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | husaro | husaroj |
αιτιατική | husaron | husarojn |
husaro (eo)
- ο ουσάρος
Ίντο (io)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhusaro (io)
- ο ουσάρος