hussard
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hussard | hussards |
hussard (fr) αρσενικό
- ο ουσάρος
Εκφράσεις επεξεργασία
- à la hussarde: λέγεται για κάποιο φέρσιμο ή κάποια πράξη που γίνεται χειμαρρωδώς και χωρίς ιδιαίτερη προσοχή στις λεπτομέρειες
Άλλες γραφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- hussard στη γαλλική Βικιπαίδεια