Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουρολιθίαση οι ουρολιθιάσεις
      γενική της ουρολιθίασης* των ουρολιθιάσεων
    αιτιατική την ουρολιθίαση τις ουρολιθιάσεις
     κλητική ουρολιθίαση ουρολιθιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ουρολιθιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουρολιθίαση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική urolithiasis < αρχαία ελληνική οὖρον + λίθος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουρολιθίαση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία