↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουρόλιθος οι ουρόλιθοι
      γενική του ουρόλιθου
ουρολίθου
των ουρόλιθων
ουρολίθων
    αιτιατική τον ουρόλιθο τους ουρόλιθους
ουρολίθους
     κλητική ουρόλιθε ουρόλιθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ουρόλιθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική urolithe[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική urolith[1] < αρχαία ελληνική οὖρον + λίθος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ουρόλιθος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 ουρόλιθοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)