ουνιβερσαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ουνιβερσαλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική universalisme < λατινική universalis < universus < unus + versus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαουνιβερσαλισμός αρσενικό
- (θρησκεία) η πεποίθηση ότι όλοι οι άνθρωποι θα σωθούν τελικά, ανεξάρτητα από τις πράξεις τους στη ζωή τους, ύστερα από μία διαδικασία εξαγνισμού κατά τη μεταθανάτια ζωή
Μεταφράσεις
επεξεργασία ουνιβερσαλισμός