ουκ ολίγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαουκ ολίγος
- (λόγιο, κυρίως στον πληθυντικό) πολύς
- ⮡ Συμμετείχαν ουκ ολίγοι άνθρωποι. (Συμμετείχαν πολλοί άνθρωποι)
- ⮡ Έχει ουκ ολίγα προβλήματα (Έχει πολλά προβλήματα)
- ⮡ Πήγα ουκ ολίγες φορές. (Πήγα πολλές φορές)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ουκ ολίγος
|
Πηγές
επεξεργασία- ολίγος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ολίγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ολίγος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)