Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουκ ολίγος η ουκ ολίγη το ουκ ολίγο
      γενική του ουκ ολίγου της ουκ ολίγης του ουκ ολίγου
    αιτιατική τον ουκ ολίγο την ουκ ολίγη το ουκ ολίγο
     κλητική ουκ ολίγε ουκ ολίγη ουκ ολίγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουκ ολίγοι οι ουκ ολίγες τα ουκ ολίγα
      γενική των ουκ ολίγων των ουκ ολίγων των ουκ ολίγων
    αιτιατική τους ουκ ολίγους τις ουκ ολίγες τα ουκ ολίγα
     κλητική ουκ ολίγοι ουκ ολίγες ουκ ολίγα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουκ ολίγος < οὐκ + ὀλίγος

  Επίθετο επεξεργασία

ουκ ολίγος

  • (λόγιο, κυρίως στον πληθυντικό) πολύς
    Συμμετείχαν ουκ ολίγοι άνθρωποι. (Συμμετείχαν πολλοί άνθρωποι)
    Έχει ουκ ολίγα προβλήματα (Έχει πολλά προβλήματα)
    Πήγα ουκ ολίγες φορές. (Πήγα πολλές φορές)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία