Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ουγγαρέζικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ουγγαρέζικ
ος
η
ουγγαρέζικ
η
το
ουγγαρέζικ
ο
γενική
του
ουγγαρέζικ
ου
της
ουγγαρέζικ
ης
του
ουγγαρέζικ
ου
αιτιατική
τον
ουγγαρέζικ
ο
την
ουγγαρέζικ
η
το
ουγγαρέζικ
ο
κλητική
ουγγαρέζικ
ε
ουγγαρέζικ
η
ουγγαρέζικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ουγγαρέζικ
οι
οι
ουγγαρέζικ
ες
τα
ουγγαρέζικ
α
γενική
των
ουγγαρέζικ
ων
των
ουγγαρέζικ
ων
των
ουγγαρέζικ
ων
αιτιατική
τους
ουγγαρέζικ
ους
τις
ουγγαρέζικ
ες
τα
ουγγαρέζικ
α
κλητική
ουγγαρέζικ
οι
ουγγαρέζικ
ες
ουγγαρέζικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ουγγαρέζικος
<
Ουγγαρέζος
+
-ικος
Επίθετο
επεξεργασία
ουγγαρέζικος
άλλη μορφή
του
ουγγρικός
(
ουσιαστικοποιημένο
)
ουγγαρέζικα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ουγγαρέζικος
→
δείτε
τη λέξη
ουγγρικός