οστεωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οστεωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οστεώνω, οστεώνομαι
Μετοχή
επεξεργασίαοστεωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη οστεώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία οστεωμένος
|
οστεωμένος, -η, -ο
|