οστεωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαοστεωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του οστεωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του οστεωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του οστεωμένος
οστεωμένων