οστεωδυνικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οστεωδυνικός < οστεωδυνία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
οστεωδυνικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την οστεωδυνία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- οστεωδυνία
- → δείτε τις λέξεις οστό και οδύνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
οστεωδυνικός
|