↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οροδιαγνωστικός η οροδιαγνωστική το οροδιαγνωστικό
      γενική του οροδιαγνωστικού της οροδιαγνωστικής του οροδιαγνωστικού
    αιτιατική τον οροδιαγνωστικό την οροδιαγνωστική το οροδιαγνωστικό
     κλητική οροδιαγνωστικέ οροδιαγνωστική οροδιαγνωστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οροδιαγνωστικοί οι οροδιαγνωστικές τα οροδιαγνωστικά
      γενική των οροδιαγνωστικών των οροδιαγνωστικών των οροδιαγνωστικών
    αιτιατική τους οροδιαγνωστικούς τις οροδιαγνωστικές τα οροδιαγνωστικά
     κλητική οροδιαγνωστικοί οροδιαγνωστικές οροδιαγνωστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οροδιαγνωστικός < οροδιάγνωση + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική serodiagnostic)

  Επίθετο

επεξεργασία

οροδιαγνωστικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία