Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οροδιάγνωση οι οροδιαγνώσεις
      γενική της οροδιάγνωσης* των οροδιαγνώσεων
    αιτιατική την οροδιάγνωση τις οροδιαγνώσεις
     κλητική οροδιάγνωση οροδιαγνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οροδιαγνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οροδιάγνωση < ορός + -ο- + διάγνωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική serodiagnosis)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οροδιάγνωση θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία