ορντινάντσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορντινάντσα | οι | ορντινάντσες |
γενική | της | ορντινάντσας | — | |
αιτιατική | την | ορντινάντσα | τις | ορντινάντσες |
κλητική | ορντινάντσα | ορντινάντσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ορντινάντσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική ordinanza < ordinare < λατινική ordino < ordo < πρωτοϊταλική *ord-n- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂or-d- < *h₂er-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορντινάντσα θηλυκό
- στρατιώτης που εκτελεί χρέη ακόλουθου αξιωματικού