Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορνιθοπανίδα οι ορνιθοπανίδες
      γενική της ορνιθοπανίδας των ορνιθοπανίδων
    αιτιατική την ορνιθοπανίδα τις ορνιθοπανίδες
     κλητική ορνιθοπανίδα ορνιθοπανίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορνιθοπανίδα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική avifauna[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oɾ.ni.θo.paˈni.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορ‐νι‐θο‐πα‐νι‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορνιθοπανίδα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ορνιθοπανίδαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

  Πηγές επεξεργασία

  • ορνιθοπανίδα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)