Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ορμηνεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ορμηνεμέν
ος
η
ορμηνεμέν
η
το
ορμηνεμέν
ο
γενική
του
ορμηνεμέν
ου
της
ορμηνεμέν
ης
του
ορμηνεμέν
ου
αιτιατική
τον
ορμηνεμέν
ο
την
ορμηνεμέν
η
το
ορμηνεμέν
ο
κλητική
ορμηνεμέν
ε
ορμηνεμέν
η
ορμηνεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ορμηνεμέν
οι
οι
ορμηνεμέν
ες
τα
ορμηνεμέν
α
γενική
των
ορμηνεμέν
ων
των
ορμηνεμέν
ων
των
ορμηνεμέν
ων
αιτιατική
τους
ορμηνεμέν
ους
τις
ορμηνεμέν
ες
τα
ορμηνεμέν
α
κλητική
ορμηνεμέν
οι
ορμηνεμέν
ες
ορμηνεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ορμηνεμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ορμηνεύω
Μετοχή
επεξεργασία
ορμηνεμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ορμηνεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ορμηνεμένος