Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορθόσημος η ορθόσημη το ορθόσημο
      γενική του ορθόσημου της ορθόσημης του ορθόσημου
    αιτιατική τον ορθόσημο την ορθόσημη το ορθόσημο
     κλητική ορθόσημε ορθόσημη ορθόσημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορθόσημοι οι ορθόσημες τα ορθόσημα
      γενική των ορθόσημων των ορθόσημων των ορθόσημων
    αιτιατική τους ορθόσημους τις ορθόσημες τα ορθόσημα
     κλητική ορθόσημοι ορθόσημες ορθόσημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορθόσημος < ελληνιστική κοινή ὀρθόσημος

  Επίθετο επεξεργασία

ορθόσημος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία