Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορθογραφημένος η ορθογραφημένη το ορθογραφημένο
      γενική του ορθογραφημένου της ορθογραφημένης του ορθογραφημένου
    αιτιατική τον ορθογραφημένο την ορθογραφημένη το ορθογραφημένο
     κλητική ορθογραφημένε ορθογραφημένη ορθογραφημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορθογραφημένοι οι ορθογραφημένες τα ορθογραφημένα
      γενική των ορθογραφημένων των ορθογραφημένων των ορθογραφημένων
    αιτιατική τους ορθογραφημένους τις ορθογραφημένες τα ορθογραφημένα
     κλητική ορθογραφημένοι ορθογραφημένες ορθογραφημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορθογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ορθογραφώ

  Μετοχή επεξεργασία

ορθογραφημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία