ορθογραφημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορθογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ορθογραφώ
Μετοχή
επεξεργασίαορθογραφημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ορθογραφώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορθογραφημένος
|
ορθογραφημένος, -η, -ο
|