Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οραματισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οραματισμέν
ος
η
οραματισμέν
η
το
οραματισμέν
ο
γενική
του
οραματισμέν
ου
της
οραματισμέν
ης
του
οραματισμέν
ου
αιτιατική
τον
οραματισμέν
ο
την
οραματισμέν
η
το
οραματισμέν
ο
κλητική
οραματισμέν
ε
οραματισμέν
η
οραματισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οραματισμέν
οι
οι
οραματισμέν
ες
τα
οραματισμέν
α
γενική
των
οραματισμέν
ων
των
οραματισμέν
ων
των
οραματισμέν
ων
αιτιατική
τους
οραματισμέν
ους
τις
οραματισμέν
ες
τα
οραματισμέν
α
κλητική
οραματισμέν
οι
οραματισμέν
ες
οραματισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οραματισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
οραματίζομαι
Μετοχή
επεξεργασία
οραματισμένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
οραματίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οραματισμένος