οραματισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οραματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οραματίζομαι
Μετοχή επεξεργασία
οραματισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη οραματίζομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
οραματισμένος
|
οραματισμένος, -η, -ο
|