οξάλμη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οξάλμη | οι | οξάλμες |
γενική | της | οξάλμης | των | οξαλμών |
αιτιατική | την | οξάλμη | τις | οξάλμες |
κλητική | οξάλμη | οξάλμες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οξάλμη < αρχαία ελληνική ὀξάλμη < ὄξος + ἅλμη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈksal.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ξάλ‐μη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοξάλμη θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία οξάλμη
|