Δείτε επίσης: οξάλμη

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀξάλμη αἱ ὀξάλμαι
      γενική τῆς ὀξάλμης τῶν ὀξαλμῶν
      δοτική τῇ ὀξάλμ ταῖς ὀξάλμαις
    αιτιατική τὴν ὀξάλμην τὰς ὀξάλμᾱς
     κλητική ! ὀξάλμη ὀξάλμαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀξάλμ
γεν-δοτ τοῖν  ὀξάλμαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀξάλμη < ὄξ(ος) + ἅλμη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὀξάλμη, -ης θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία