ονυχαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ονυχαίος | η | ονυχαία | το | ονυχαίο |
γενική | του | ονυχαίου | της | ονυχαίας | του | ονυχαίου |
αιτιατική | τον | ονυχαίο | την | ονυχαία | το | ονυχαίο |
κλητική | ονυχαίε | ονυχαία | ονυχαίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ονυχαίοι | οι | ονυχαίες | τα | ονυχαία |
γενική | των | ονυχαίων | των | ονυχαίων | των | ονυχαίων |
αιτιατική | τους | ονυχαίους | τις | ονυχαίες | τα | ονυχαία |
κλητική | ονυχαίοι | ονυχαίες | ονυχαία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ονυχαίος < μεσαιωνική ελληνική ὀνυχαῖος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.niˈçe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐νυ‐χαί‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαονυχαίος, -α, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ονυχαίος
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)