ονυχαίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαονυχαίο
- ονυχαίος, στην αιτιατική του ενικού
ονυχαίο, ουδέτερο του ονυχαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
ονυχαίο
ονυχαίο, ουδέτερο του ονυχαίος