Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ονυχαίο

  1. ονυχαίος, στην αιτιατική του ενικού

ονυχαίο, ουδέτερο του ονυχαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού