Δείτε επίσης: ὀνειδιστικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ονειδιστικός η ονειδιστική το ονειδιστικό
      γενική του ονειδιστικού της ονειδιστικής του ονειδιστικού
    αιτιατική τον ονειδιστικό την ονειδιστική το ονειδιστικό
     κλητική ονειδιστικέ ονειδιστική ονειδιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ονειδιστικοί οι ονειδιστικές τα ονειδιστικά
      γενική των ονειδιστικών των ονειδιστικών των ονειδιστικών
    αιτιατική τους ονειδιστικούς τις ονειδιστικές τα ονειδιστικά
     κλητική ονειδιστικοί ονειδιστικές ονειδιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ονειδιστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀνειδιστικός < ὀνειδίζω ὀνειδισ- + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ονειδιστικός, -ή, -ό

  1. χλευαστικός
  2. ταπεινωτικός
    ※  η λέξη τύραννος χρησιμοποιείται και για τον ήπιο Πεισίστρατο, αλλά όχι για τους δεσποτικούς βασιλείς της Περσίας. Παρόλα αυτά, η λέξη σύντομα κατάντησε ονειδιστική, σε Πλάτ.[ωνα] κ.λπ.
    στο λήμμα τύραννος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία