Δείτε επίσης: ονειδιστικός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὀνειδιστικός ὀνειδιστική τὸ ὀνειδιστικόν
      γενική τοῦ ὀνειδιστικοῦ τῆς ὀνειδιστικῆς τοῦ ὀνειδιστικοῦ
      δοτική τῷ ὀνειδιστικ τῇ ὀνειδιστικ τῷ ὀνειδιστικ
    αιτιατική τὸν ὀνειδιστικόν τὴν ὀνειδιστικήν τὸ ὀνειδιστικόν
     κλητική ! ὀνειδιστικέ ὀνειδιστική ὀνειδιστικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὀνειδιστικοί αἱ ὀνειδιστικαί τὰ ὀνειδιστικᾰ́
      γενική τῶν ὀνειδιστικῶν τῶν ὀνειδιστικῶν τῶν ὀνειδιστικῶν
      δοτική τοῖς ὀνειδιστικοῖς ταῖς ὀνειδιστικαῖς τοῖς ὀνειδιστικοῖς
    αιτιατική τοὺς ὀνειδιστικούς τὰς ὀνειδιστικᾱ́ς τὰ ὀνειδιστικᾰ́
     κλητική ! ὀνειδιστικοί ὀνειδιστικαί ὀνειδιστικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀνειδιστικώ τὼ ὀνειδιστικᾱ́ τὼ ὀνειδιστικώ
      γεν-δοτ τοῖν ὀνειδιστικοῖν τοῖν ὀνειδιστικαῖν τοῖν ὀνειδιστικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀνειδιστικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὀνειδίζω, ὀνειδισ- + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

ὀνειδιστικός, -ή, -όν

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ὄνειδος

  Πηγές επεξεργασία