ονειδισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ονειδισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ονειδίζω
Μετοχή επεξεργασία
ονειδισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ονειδίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ονειδισμένος
|
ονειδισμένος, -η, -ο
|