ομοφροσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομοφροσύνη < αρχαία ελληνική ὁμοφροσύνη < ὁμοῦ + φρήν, μορφολογικά αναλύεται σε ομόφρ(ων) + -οσύνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομοφροσύνη θηλυκό
- (λόγιο) το αποτέλεσμα του ομοφρονώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ομοφροσύνη
|