ομόφρων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ομόφρων & ομόφρονας |
η | ομόφρων | το | ομόφρον |
γενική | του | ομόφρονος & ομόφρονα |
της | ομόφρονος | του | ομόφρονος |
αιτιατική | τον | ομόφρονα | την | ομόφρονα | το | ομόφρον |
κλητική | ομόφρων & ομόφρονα |
ομόφρων | ομόφρον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ομόφρονες | οι | ομόφρονες | τα | ομόφρονα |
γενική | των | ομοφρόνων | των | ομοφρόνων | των | ομοφρόνων |
αιτιατική | τους | ομόφρονες | τις | ομόφρονες | τα | ομόφρονα |
κλητική | ομόφρονες | ομόφρονες | ομόφρονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ομόφρων < ομοφρονώ
Επίθετο
επεξεργασίαομόφρων
- αυτός που έχει ίδια φρόνηση, ομοϊδεάτης.
Συγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ομόφρων
|