ομοσκεδαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομοσκεδαστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: homoscedastic < αρχαία ελληνική ὁμοῦ + σκεδαστός < σκεδάννυμι
Επίθετο επεξεργασία
ομοσκεδαστικός, ή, ό
- (στατιστική) που έχει την ίδια πεπερασμένη διακύμανση για όλα τα στοιχεία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ομοσκεδαστικότητα
- → δείτε τις λέξεις ομού και σκεδάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομοσκεδαστικός