ομοιούσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομοιούσιος < ελληνιστική κοινή ὁμοιούσιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.miˈu.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μοι‐ού‐σι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαομοιούσιος, -α, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ομοιούσιος
|