Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολόπλευρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ολόπλευρ
ος
η
ολόπλευρ
η
το
ολόπλευρ
ο
γενική
του
ολόπλευρ
ου
της
ολόπλευρ
ης
του
ολόπλευρ
ου
αιτιατική
τον
ολόπλευρ
ο
την
ολόπλευρ
η
το
ολόπλευρ
ο
κλητική
ολόπλευρ
ε
ολόπλευρ
η
ολόπλευρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ολόπλευρ
οι
οι
ολόπλευρ
ες
τα
ολόπλευρ
α
γενική
των
ολόπλευρ
ων
των
ολόπλευρ
ων
των
ολόπλευρ
ων
αιτιατική
τους
ολόπλευρ
ους
τις
ολόπλευρ
ες
τα
ολόπλευρ
α
κλητική
ολόπλευρ
οι
ολόπλευρ
ες
ολόπλευρ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολόπλευρος
<
ολό-
+
-πλευρος
Επίθετο
επεξεργασία
ολόπλευρος
που γίνεται απ’ όλες τις
πλευρές
, που αφορά όλα τα
τμήματα
Συνώνυμα
επεξεργασία
σφαιρικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολόπλευρος