ολόκλειστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολόκλειστος < μεσαιωνική ελληνική ολόκλειστος < ολό- + κλειστός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈlo.kli.stos/
Επίθετο
επεξεργασίαολόκλειστος, -η, -ο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ολόκλειστος
|