ολυμπισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολυμπισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική olympisme < olympique < λατινική Olympicus < αρχαία ελληνική Ὀλυμπικός < Ὀλυμπία < Ὄλυμπος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.lim.biˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λυ‐μπι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ολυμπισμός αρσενικό
- (αθλητισμός) η αθλητική ιδέα όπως διαμορφώθηκε στην αρχαία Ελλάδα σύμφωνα με το πνεύμα των Ολυμπιακών Αγώνων