ολυμπισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολυμπισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική olympisme < olympique < λατινική Olympicus < αρχαία ελληνική Ὀλυμπικός < Ὀλυμπία < Ὄλυμπος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.lim.biˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λυ‐μπι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαολυμπισμός αρσενικό
- (αθλητισμός) η αθλητική ιδέα όπως διαμορφώθηκε στην αρχαία Ελλάδα σύμφωνα με το πνεύμα των Ολυμπιακών Αγώνων
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Olympism στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ολυμπισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ολυμπισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)