Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ολμοστάσιο τα ολμοστάσια
      γενική του ολμοστάσιου
ολμοστασίου
των ολμοστάσιων
ολμοστασίων
    αιτιατική το ολμοστάσιο τα ολμοστάσια
     κλητική ολμοστάσιο ολμοστάσια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολμοστάσιο < λόγια λέξη ὁλμοστάσιον της καθαρεύουσας < ὅλμος και -στάσιον < στάσις (σχηματίστηκε κατά τις ελληνιστικές λέξεις "ἱπποστάσιον" και "βουστάσιον")

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ολμοστάσιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία