Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολιγόωρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ολιγόωρ
ος
η
ολιγόωρ
η
το
ολιγόωρ
ο
γενική
του
ολιγόωρ
ου
της
ολιγόωρ
ης
του
ολιγόωρ
ου
αιτιατική
τον
ολιγόωρ
ο
την
ολιγόωρ
η
το
ολιγόωρ
ο
κλητική
ολιγόωρ
ε
ολιγόωρ
η
ολιγόωρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ολιγόωρ
οι
οι
ολιγόωρ
ες
τα
ολιγόωρ
α
γενική
των
ολιγόωρ
ων
των
ολιγόωρ
ων
των
ολιγόωρ
ων
αιτιατική
τους
ολιγόωρ
ους
τις
ολιγόωρ
ες
τα
ολιγόωρ
α
κλητική
ολιγόωρ
οι
ολιγόωρ
ες
ολιγόωρ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολιγόωρος
< (
ελληνιστική κοινή
)
ὀλιγόωρος
<
ὀλίγος
+
ὥρα
Επίθετο
επεξεργασία
ολιγόωρος, -η, -ο
που διαρκεί
λίγες
ώρες
Συνώνυμα
επεξεργασία
σύντομος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολιγόωρος