ολιγόθερμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολιγόθερμος < αρχαία ελληνική ὀλιγόθερμος < ὀλίγος + θερμός
Επίθετο
επεξεργασίαολιγόθερμος
- που έχει χαμηλή θερμοκρασία (για ζώα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ολιγόθερμος
|
ολιγόθερμος
|